- στάμα
- τοποσότητα πολτού ελιάς που χωράει κάθε φορά στο πιεστήριο του ελαιοτριβείου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στάμα — (I) τὸ, Μ 1. το μέρος όπου στέκεται κάποιος 2. η θέση τού αυτοκράτορα στον ιππόδρομο 3. ανάπαυλα, διακοπή, σταμάτημα («ἐν ὅλῃ τῇ ἡμέρᾳ ἔσχε στάμα ὁ πόλεμος», Θεοφάν. Ομ.) 4. στον πληθ. τὰ στάματα τα πλευρά τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στă τού… … Dictionary of Greek
στάμαν — στάμᾱν , ἵστημι make to stand aor ind mid 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάγμα — το, ΝΜΑ, και στάμα Ν η σταγόνα καθώς πέφτει, η σταλαγματιά (α. «στάγματα τού κεριού» β. «μελιτείω στάγματι πειθόμενον», Φίλιππ. Θεσσ.) νεοελλ. 1. απόσταγμα 2. η στήλη που σχηματίζουν στο ελαιοτριβείο τα κοφίνια με τον πολτό από τις ελιές μσν. αρχ … Dictionary of Greek
σταματώ — σταματῶ, άω, ΝΜ, και σταματίζω Ν [στάμα, ατος] (αμτβ.) παύω να κινούμαι, να λειτουργώ, να ενεργώ (α. «το ρολόι σταμάτησε» β. «σταμάτησε η βροχή» γ. «σταμάτησε η καρδιά του» δ. «πηδούν και σταματίζουν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) κάνω κάποιον… … Dictionary of Greek